αδαμάλιστος
Смотреть что такое "αδαμάλιστος" в других словарях:
αβατσινάριστος — και αβατσίνιαστος και αβατσίνωτος, η, ο [βατσινάρω] αδαμάλιστος, ανεμβολίαστος … Dictionary of Greek
αβατσίνωτος — η, ο αυτός που δεν έχει εμβολιαστεί, αδαμάλιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)